κλίμακα ή σκάλα

κλίμακα ή σκάλα
Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή μνημειακής εμφάνισης, επιβάλλεται η κατασκευή και εξωτερικών κ. Το βασικό στοιχείο της κ. είναι η βαθμίδα, δηλαδή το σκαλί, που έχει μια κατακόρυφη επιφάνεια, το μέτωπο, και μια οριζόντια, το πάτημα, όπου στηρίζεται το πόδι. Οριζόντια στοιχεία της κ. είναι και τα πλατύσκαλα, που διακόπτουν τη συνεχή κοπιαστική κίνηση της ανόδου, μεταβάλλουν την κατεύθυνση της κ. και διευκολύνουν την είσοδο στα διαμερίσματα. Η σειρά των βαθμίδων ανάμεσα σε δύο πλατύσκαλα ονομάζεται βραχίονας. Ο χώρος όπου αναπτύσσεται η κ. ονομάζεται κλιμακοστάσιο. Για λόγους οικονομίας χώρου και χρημάτων, το κλιμακοστάσιο τοποθετείται σε τέτοιο σημείο ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό χώρων. Κατά κανόνα, οι βραχίονες και τα πλατύσκαλα τοποθετούνται στην περιφέρεια του κλιμακοστασίου, αφήνοντας στο κέντρο έναν κενό χώρο. Το συνηθέστερο και καταλληλότερο σχήμα του κλιμακοστασίου είναι το ορθογώνιο. Οι βραχίονες τοποθετούνται συνήθως στις δύο ή τρεις πλευρές του. Οι βραχίονες και τα πλατύσκαλα έχουν πλάτος που κυμαίνεται μεταξύ 1,10 μ. και 1,30 μ. (τα πλατύσκαλα συχνά έχουν μεγαλύτερο), αλλά στις μνημειακές κ. των μεγάρων και των δημόσιων κτιρίων είναι πολύ μεγαλύτερο. Στη σύγχρονη εποχή, ακόμα και στις πολυτελείς κατοικίες, οι κ. τείνουν να προσεγγίσουν τα ελάχιστα επιτρεπόμενα μέτρα και είναι σχεδόν αθέατες. Ανάλογα με τη μορφή και τη διάταξη των βραχιόνων, οι κ. υποδιαιρούνται σε κ. πολυγωνικής κάτοψης (από τις οποίες οι κοινότερες είναι οι ορθογώνιες), σε κ. κυκλικές και σε κ. μεικτές (σύνθεση των δύο προηγούμενων τύπων). Οι κυκλικές κ. αναπτύσσονται σπειροειδώς και ονομάζονται ελικοειδείς όταν αρμόζονται σε έναν κεντρικό στύλο, και δακτυλιοειδείς όταν αφήνουν ένα κυκλικό ή, σπανιότερα, ωοειδές κενό στο κέντρο. Οι κοινότερες μεικτές κ. έχουν ευθείς βραχίονες, αλλά κυκλικά πλατύσκαλα. Μεγάλη ποικιλία παρουσιάζει και η κατασκευή των κ. Υπάρχουν κ. με βαθμίδες ένθετες από τη μία πλευρά στους τοίχους του κλιμακοστασίου και ελεύθερες από την άλλη. Η κατασκευή αυτή απαιτεί πέτρινες πλάκες καλής ποιότητας ή μάρμαρα λειασμένα και στιλβωμένα, που δίνουν στην κ. κομψή όψη. Άλλη κατασκευή είναι η στήριξη της κ. σε τόξα. Ο τρόπος αυτός έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί σήμερα και συναντάται μόνο στα παλιά μέγαρα. Διαφόρων τύπων είναι και οι σιδερένιες κ. Όσον αφορά τις κ. από μπετόν, στηρίζονται σε κεκλιμένες δοκούς, ενώ οι δοκοί των πλατύσκαλων είναι οριζόντιες. Τέχνη. Ο άνθρωπος, προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα της επικοινωνίας επιπέδων διαφορετικού ύψους, αντικατέστησε με την κ. τα συστήματα της ανέλκυσης και του κεκλιμένου επιπέδου. Η κ. χρησιμοποιήθηκε στην αρχιτεκτονική για λόγους ανάγκης ή μνημειακής εμφάνισης. Εξωτερικές μνημειακές κ. υπάρχουν στους ναούς και στα ανάκτορα των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων, ενώ κ. εσωτερικές ή βοηθητικές, στις πυραμίδες και στα νουραγικά μνημεία της Σαρδηνίας. Τα ανάκτορα της Κρήτης και των Μυκηνών είχαν κ. εσωτερικές και εξωτερικές. Ακόμα και οι αιγυπτιακές και οι αζτεκικές πυραμίδες είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν μνημειακές συνεχείς κ., όπως εξάλλου και τα αρχαία βαθμιδωτά θέατρα και τα αμφιθέατρα. Στους ελληνικούς κλασικούς χρόνους δεν υπήρχε η συνήθεια των μνημειακών κ. Η κατασκευή τους άρχισε ουσιαστικά από την ελληνιστική εποχή (κ. Μεγάλου Βωμού της Περγάμου). Μεγάλο ενδιαφέρον επέδειξε η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική για τη μελέτη των κ., ιδιαίτερα των αμφιθεάτρων και των θεάτρων (Κολοσσαίο, Αμφιθέατρο της Βερόνα, Θέατρο της Όστια), όπου οι κ. διευκόλυναν την είσοδο και την έξοδο των πάντοτε πολυάριθμων θεατών. Μεγάλες κ. υπήρχαν μπροστά από τους ναούς, τις βασιλικές, τα αυτοκρατορικά ανάκτορα, τις θέρμες (Παλατίνου, Καρακάλλα). Οι ρωμαϊκές κ. παρουσίαζαν σταθερά και άνετα μέτρα και συχνά αποτελούσαν μέρος της τοιχοποιίας. Οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονεςγνώριζαν όλες τις παραλλαγές και τεχνικές και κατασκεύαζαν ακόμα και εξωτερικές κ., ελεύθερες από τη μία πλευρά. Κατά τον Μεσαίωνα, υπήρχαν κ. στους πύργους, στα κωδωνοστάσια, στις κατακόμβες και στις κρύπτες. Νέα και μεγάλη σκηνογραφική αξία δόθηκε από τη γοτθική και τη ρομανική αρχιτεκτονική στις μεγάλες μνημειακές εξωτερικές και εσωτερικές κ. των αστικών και θρησκευτικών κτιρίων (καθεδρικός ναός του Αμάλφι). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπήρξε η λύση που έδωσε ο ρομανικός ναός στις διαφορές ύψους, κυρίως μεταξύ ναού, κρύπτης και πρεσβυτερίου με αποκλίνουσες κ. Εξίσου εντυπωσιακές ήταν και οι κ. οι οποίες διέτρεχαν τους εσωτερικούς τοίχους των αυλών των δημαρχιακών μεγάρων και χρησίμευαν συγχρόνως ως εξώστες και θεωρεία (Βερόνα). Στα αναγεννησιακά μέγαρα, η επίσημη κ. κατείχε πάντοτε εξέχουσα θέση· οι τοίχοι της διακοσμούνταν με γυψώσεις ή ζωγραφικά έργα, ενώ διέθετε εξώστες, αγάλματα, μάρμαρα, κίονες κ.ά. και, παραπλεύρως, μια βοηθητική κ. για την εξυπηρέτηση διαφόρων ορόφων. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική έδωσε στις κ. νέες και παράξενες μορφές: προοπτικές, ελικοειδείς, διπλές κ.ά. σε συνάρτηση με τη δραματική και σκηνογραφική αντίληψη της εποχής, η οποία κατέληξε στην κ. της Τρινιτά ντέι Μόντι στη Ρώμη, του Αλεσάντρο Σπέκι και του Φραντσέσκο ντε Σάνκτις. Η νεοκλασική περίοδος δεν έφερε καμία καινοτομία. Με την πάροδο του χρόνου η κ., περνώντας από το ιδιωτικό μέγαρο στην πολυκατοικία, απέκτησε διαφορετικό σκοπό και χαρακτήρα. Αξιοσημείωτα, ωστόσο, έργα της νεότερης αρχιτεκτονικής ήταν οι κ. νέου ρυθμού των τελευταίων ιδιωτικών μεγάρων του 19ου αι., ενώ στις αρχές του 20ού επικράτησαν ορθολογιστικά και λειτουργικά κριτήρια. Εκτός από ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, η κ. έχει σήμερα αποκλειστικά πρακτικό χαρακτήρα. κυλιόμενη κ. Μηχανικό σύστημα μεταφοράς ατόμων σε διάφορους ορόφους ενός κτιρίου. Αποτελείται, βασικά, από δύο κυλιόμενες δακτυλιοειδείς αλυσίδες, τοποθετημένες μέσα σε ένα πλαίσιο που συνδέει τους δύο ορόφους, στις οποίες προσαρμόζονται κινητές χαλύβδινες βαθμίδες. Αυτές είναι ρυθμισμένες με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν, στο διάστημα μεταξύ των δύο ορόφων, μια σταθερή κ., η οποία κινείται με την ταχύτητα των αλυσίδων. Το μέτωπο των βαθμίδων στα άκρα της κ. είναι πολύ χαμηλό, ώστε να διευκολύνεται η είσοδος και η έξοδος των διαβατών. Την εγκατάσταση συμπληρώνουν δύο χειρολισθήρες, που αποτελούνται από ένα ζεύγος ελαστικών ταινιών, οι οποίες κινούνται με την ταχύτητα της κ. Η κυλιόμενη κ. διαθέτει ειδικά συστήματα ασφαλείας για τη ρύθμιση της ταχύτητας και τη διακοπή της λειτουργίας σε περίπτωση ατυχήματος. Οι πρώτες κυλιόμενες κ. λειτούργησαν στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αι. Στην Ευρώπη η πρώτη κυλιόμενη κ. παρουσιάστηκε στο Παρίσι στην Έκθεση του 1900, σχεδιασμένη από τον Σαρλ Ζιμπέργκερ. Τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κυλιόμενης κ. είναι τα εξής: ωφέλιμο πλάτος 60-65 εκ., κλίση 30-45°, ταχύτητα 40-50 εκ./δευτ. Το μεγαλύτερο δυνατό ύψος κάθε βραχίονα είναι 10-12 μ. Η κυλιόμενη κ., που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε τόπους όπου υπάρχει έντονη και συνεχής κυκλοφορία (σιδηροδρομικοί σταθμοί, μεγάλα καταστήματα κ.ά.) μπορεί να μεταφέρει 4.000-5.000 άτομα την ώρα. Η εσωτερική σκάλα του σπιτιού Τάσελ στις Βρυξέλλες, έργο του Βίκτορ Χόρχα, ενός από τους εκπροσώπους του «Νέου Ρυθμού». Κυλιόμενη κλίμακα σε εμπορικό κέντρο (φωτ. ΑΠΕ). 1) επίπεδο άφίξης· 2) βαθμίδες· 3) χειρολισθήρας· 4) μηχανισμός έλξης του χειρολισθήρα· 5) επίπεδο εκκίνησης· 6) κινητικό συγκρότημα· 7) επιφάνειες κατεύθυνσης των κυλίνδρων των βαθμίδων. Α) δακτυλοειδής κλίμακα και κάτοψη· Β) ελικοειδής κλίμακα και κάτοψη· Γ) κλίμακα ορθογωνίου σχήματος και κάτοψη: 1) μέτωπο βαθμίδας· 2) πάτημα βαθμίδας· 3) βραχίων· 4) πλατύσκαλο· 5) κεφαλόσκαλο· 6) κενός χώρος της κλίμακας. Το σύνολο των τριών κλιμάκων, στα ερείπια του ανακτόρου της Φαιστού, είναι από τα σημαντικότερα μνημεία του μινωικού πολιτισμού. Κλίμακα σπειροειδούς μορφής σε δημόσιο κτίριο στο Λονδίνο (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — η 1. σκάλα: Σιχαίνομαι ν ανεβαίνω τις κλίμακες τουΥπουργείου. 2. σειρά υποδιαιρέσεων οργάνου της Φυσικής: Αυτή είναι η θερμομετρική κλίμακα. 3. η σταθερή αναλογία του πραγματικού μεγέθους προς το εικονιζόμενο ομοίωμα που διατυπώνεται με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιμάκιο — το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ] νεοελλ. 1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση 2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος») 3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • σκάλιον — τὸ, Μ [σκάλα] κλίμακα, σκάλα …   Dictionary of Greek

  • σχοινοκλίμακα — η, Ν σκάλα από σχοινί, ανεμόσκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί + κλίμακα «σκάλα». Η λ., στον λόγιο τ. σχοινοκλῖμαξ, μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Θ. Παγώνα] …   Dictionary of Greek

  • φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”